θρησκοπάθεια

θρησκοπάθεια
η
η θρησκομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + -πάθεια (< -παθής < θ. παθ- πρβλ. έ-παθ-ον τού πάσχω*), πρβλ. α-πάθεια, ευ-πάθεια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”